Η κοινωνική συμμαχία της αντιεξέγερσης

         Η κοινωνική συμμαχία της αντιεξέγερσης

      Εισαγωγή

Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από την εξέγερση του Δεκέμβρη και η στρατηγική της αντιεξέγερσης που έχει στηθεί από το κράτος και τους μηχανισμούς του έχει περάσει σε μια φάση ολοκλήρωσης. Και αν μιλάμε για αντιεξέγερση, μιλάμε για μια κατάσταση όπου μέσα από τακτικές πολιτικής-οικονομικής τεχνολογίας διαμορφώνεται ένα περιβάλλον συναίνεσης και γενικευμένου  φόβου  προς την καπιταλιστική μηχανή. Μια στρατηγική διττής κατάστασης, από την μία της διαίρεσης των γραμμών των εξεγερμένων –αναρχικοί-μαθητές-εργάτες κλπ.- και της στέρησης του χώρου και του χρόνου της εξέγερσης, και από την άλλη της προσπάθειας ταύτισης των συμφερόντων των υποκειμένων, εκβιάζοντας ή αποσπώντας εθελοντικά, με τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Ειδικά σε μια περίοδο, όπου η γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια προς το σύνολο του πολιτικού κόσμου προκαλεί συνεχώς ρηγματώσεις στην κοινωνική ειρήνη και σημεία εξέγερσης καταγράφονται όλο και περισσότερο, παρά τη διαφαινόμενη κάμψη των αντιστάσεων, δημιουργείται η ανάγκη από την πλευρά του κεφαλαίου και του κράτους να καταστήσει την εξέγερση ως ένα σημαντικό αίτιο της κακής οικονομικής-κοινωνικής κατάστασης και ως παράγοντα καθυστέρησης της μεταρρύθμισης του ελλειμματικού κράτους.

Σκοπός της αντιεξέγερσης είναι η δαιμονοποίηση της εξέγερσης και η ταύτιση των καταπιεσμένων με τους αφέντες τους. Στόχος είναι να καταστήσει τα ίδια τα υποκείμενα και την κυκλοφορία του κεφαλαίου περισσότερο αποτελεσματικά και λειτουργικά.

Ένα Σύντομο Ιστορικό

Προκειμένου να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε καλύτερα τα βήματα της διαδικασίας (ανά)συγκρότησης  του συντηρητικού-εθνικιστικού πόλου, θεωρήθηκε σκόπιμο να εντοπιστούν πρώτα τα κοινωνικά εκείνα χαρακτηριστικά πάνω στα οποία αυτός θα πατήσει ώστε να υποστασιοποιηθεί σαν διακριτό πολιτικό ρεύμα σε επίπεδο εντυπώσεων και στη συνέχεια στο κοινοβούλιο εκπροσωπούμενος από τη «Χ.Α.». Θα αναζητήσουμε την γέννηση αυτών των χαρακτηριστικών σε μια περίοδο που ορίζεται χρονικά από την έλευση των πρώτων μεγάλων κυμάτων μετανάστευσης (αρχές ’90) και από το Δεκέμβρη του 2008, στον οποίο τοποθετούμε και την έναρξη αυτής της προσπάθειας ανασυγκρότησης, αρχικά ως αναμενόμενο κρατικό αντανακλαστικό στην εξέγερση. Σ’ αυτό το διάστημα οι επιλογές του ελληνικού κεφαλαίου και του κράτους του, θα επηρεάσουν την ελληνική κοινωνία σε τέτοιο βαθμό ώστε με το πέρασμα των χρόνων οι συνέπειες τους να αποτυπωθούν σαν μια μορφή συλλογικού υποσυνείδητου, που με τη σειρά του θα καθορίσει τις κοινωνικές αντιδράσεις στα επόμενα χρόνια μέχρι και σήμερα.

Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα γίνεται προορισμός μαζικών μεταναστευτικών ροών, προερχόμενων από χώρες των Βαλκανίων και του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ένα καλά οργανωμένο σχέδιο από πλευράς κράτους (έστω και στην παράνομη μορφή του) αναλαμβάνει τη διαχείριση του φτηνού εργατικού δυναμικού που περνάει τα σύνορα. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες αξιοποιούνται είτε με τη μορφή χειρονακτικής εργασίας (στον κατασκευαστικό τομέα που τα αμέσως επόμενα χρόνια γνωρίζει άνθηση, στον τομέα των οικιακών, καθαριότητα σπιτιού, κηπουρικές εργασίες κ.α.) είτε απορροφώνται σε τομείς παράνομων δραστηριοτήτων οι οποίοι θα διογκωθούν σημαντικά τόσο σε αριθμό ανθρώπων όσο και σε όγκο κεφαλαίων που διαχειρίζονται. Ταυτόχρονα καταλαμβάνουν υποτιμημένες περιοχές των πόλεων και δημιουργούν εστίες επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης που το κράτος διατηρεί αποκλεισμένες, ώστε να μπορεί πιο εύκολα να τις στοχοποιήσει αν χρειαστεί. Σε κάθε περίπτωση οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ντόπιων και μεταναστών είναι σχέσεις υποτέλειας υπέρ των πρώτων. Ο έλληνας γίνεται αυτός που «τα έχει» και πληρώνει, στην οικοδομή, στο εξοχικό, στο μπουρδέλο, ξεχνώντας την εκμετάλλευση που ο ίδιος βιώνει. Ο μετανάστης γίνεται «ο αλβανός που καθάρισε την αυλή», «ο νιγηριανός που πουλάει dvd», «η ρωσίδα που χορεύει στο κωλόμπαρο», ενώ παράλληλα εκπληρώνει για την μέση μικροαστική αντίληψη ένα ρόλο αντι-προτύπου, προσωποποιώντας ένα παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας το οποίο η ίδια θεωρεί πως έχει ξεπεράσει ανεπιστρεπτί σε αντιδιαστολή με το ευρωπαϊκό πρότυπο με το οποίο έχει αρχίσει να φλερτάρει.

Το δεύτερο στοιχείο είναι η έντονη ανάπτυξη που ο ελληνικός καπιταλισμός πετυχαίνει στο μεσοδιάστημα της περιόδου που εξετάζουμε (με τις επενδύσεις που προσελκύει η ανάληψη τις ολυμπιάδας, τις επιδοτήσεις της ΕΕ καθώς και με το άνοιγμα στις αγορές των Βαλκανίων). Η κατακόρυφη αύξηση της καταναλωτικής πίστης δημιουργεί μια ελληνική έκδοση του american dream, η οποία λανσάρεται ως προσιτή, επωφελής και εξασφαλισμένη ανάγοντας το γρήγορο πλουτισμό σε όνειρο και φιλοδοξία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, καπιταλιστικές αξίες όπως ο ατομισμός, η ιδιοκτησία, η ατομική κάλυψη των αναγκών μέσω του καταναλωτισμού, η εμπορευματοποίηση κάθε ιδέας και επιθυμίας, βρίσκουν απήχηση και εσωτερικεύονται πετώντας έξω από την, ήδη σακατεμένη διανοητικά, ελληνική συνείδηση όποια απομεινάρια κοινωνικής μνήμης και συλλογικότητας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στιγμές εθνικής ομοψυχίας κάνουν συχνά πυκνά την εμφάνιση τους, με τις αφορμές να ποικίλουν ανάμεσα στους μακεδονοκάπηλους σκοπιανούς και τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Είναι φανερό ότι το κράτος δεν έχει κανένα λόγο να παραμερίσει την ενασχόληση του με τον αποπροσανατολισμό των καταπιεσμένων από την εκμεταλλευτική συνθήκη που βιώνουν, ακόμα και αν φαίνεται ότι διανύει μια περίοδο σχετικής ομαλότητας.

Παρ’ όλα αυτά, αντιστάσεις και αγώνες εκδηλώνονται ενάντια στις συνεχείς αναδιαρθρώσεις που το κεφάλαιο απαιτεί, επιδεινώνοντας τα διαχρονικά προβλήματα που διέκριναν τον ελληνικό καπιταλισμό. Εκτός από συγκεκριμένες στιγμές γενικευμένης συνάντησης των αγωνιζόμενων κομματιών στο δρόμο, οι αντιδράσεις παραμένουν αποσπασματικές, συνήθως με συντεχνιακό –επαγγελματικό υπόβαθρο. Οι στιγμές και οι μορφές της πάλης περιορίζονται στις πιο πολλές περιπτώσεις από τους παραδοσιακούς, ενσωματωμένους φορείς έκφρασης και διεκδίκησης και αρκούνται στην προάσπιση μίας σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής του κράτους. Το κομματικό σύστημα εκφράζει, ως ένα βαθμό, την σύγκρουση των συμφερόντων, συντηρώντας μια ισορροπία ανάμεσα στην διατήρηση του βαθμού εκμετάλλευσης σε επαρκή επίπεδα και στην πίεση που δέχεται από τη βάση. Καθιερώνοντας περισσότερο μια σχέση εξυπηρέτησης παρά αγώνα με τις μάζες, και σε συνδυασμό με την εξάπλωση των πελατειακών σχέσεων, το μοντέλο του συνδικάτου/κόμματος γίνεται αποδεκτό από τους εργαζομένους ως ένας μηχανισμός που εξασφαλίζει ένα επίπεδο απολαβών ικανό να καλύψει τις εξατομικευμένες ανάγκες τους, πάντα στα πλαίσια που η περίοδος της φαινομενικής ευμάρειας καθορίζει.

Φτάνοντας στο Δεκέμβρη του 2008, η ελληνική κοινωνία έχει ενσωματώσει αρκετές δόσεις ρατσισμού, εθνικής υπηρηφάνειας, εξατομίκευσης και κοινωνικής αμνησίας, ως αποτέλεσμα της μεταβολής των υλικών όρων ύπαρξης και αναπαραγωγής της που συντελέστηκε στο διάστημα που προηγήθηκε. Η εξέγερση θα σηματοδοτήσει (έστω και αν αυτό το λέμε εκ των υστέρων) την μετάβαση από μια περίοδο φαινομενικής οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας σε μια περίοδο ακραίας υποτίμησης της ζωής μας, έντονων συγκρούσεων και κατάρρευσης των σταθερών που όριζαν την προηγούμενη περίοδο.

Εδώ χρειάζεται να κάνουμε μια διευκρίνιση, για τους λόγους που θεωρούμε την εξέγερση του Δεκέμβρη κομβικό σημείο. Κατά τη διάρκειά της, και καθώς τα όρια των συνηθισμένων-καθεστωτικών τρόπων διεκδίκησης ξεπερνιούνται μέσα στην ίδια την πραγματικότητα εκείνων των ημερών, οι εξεγερμένοι ψηλαφίζουν και υιοθετούν νέες πρακτικές αγώνα και επικοινωνίας. Δημόσια κτήρια, δημαρχεία, σχολές καταλαμβάνονται και μετατρέπονται σε κέντρα αγώνα σε μία λογική ξεπεράσματος των διαχωρισμών που επιβάλει η καπιταλιστική συνθήκη, καθώς η ίδια γίνεται κύριος στόχος της κριτικής και της επιθετικότητας όσων κατεβαίνουν στο δρόμο. Παράλληλα επιχειρείται να στηθούν δομές αυτοοργάνωσης στις γειτονίες, σε μια προσπάθεια  ρήξης με την σύγχρονο καπιταλιστικό τρόπο ζωής και ανάδειξης της βαρβαρότητάς του σε επίπεδο καθημερινότητας. Η αναβάθμιση της συλλογικής αντιβίας καθώς και η πληθώρα κοινωνικών ομάδων που εμπλέκονται στην εξέγερση, δημιουργεί μια πραγματικότητα μέσα στην οποία το κράτος αδυνατεί να επιβληθεί τόσο σε επίπεδο φυσικής καταστολής όσο και σε επίπεδο ιδεολογικής ηγεμονίας μέσω των ΜΜΕ ή των επίδοξων «εκπροσώπων» του κινήματος. Ξεχωριστά να αναφέρουμε για το θέμα που μας αφορά, την μαζική συμμετοχή μεταναστών στις συγκρούσεις καθώς και την εμφάνιση φασιστικών ομάδων και αγανακτισμένων πολιτών που λαμβάνουν μέρος στις επιχειρήσεις καταστολής των μπάτσων. Συμπερασματικά, η κομβικότητα του Δεκέμβρη έγκειται στο γεγονός ότι καθώς το ελληνικό κράτος, σαν μηχανισμός επιβολής, εισέρχεται σε μια περίοδο (οικονομική κρίση) όπου οι περιστάσεις θα απαιτήσουν την ένταση της αυταρχικότητας απέναντι στους υπηκόους του (με ότι συνεπάγεται αυτό για τις αντιστάσεις που θα αντιμετωπίσει), έχει σαν πιο πρόσφατη εμπειρία μία στιγμή γενικευμένης απειθαρχίας κατά την οποία η κυριαρχία του και η κοινωνική συναίνεση αποδεικνύονται εξαιρετικά εύθραυστες (εξέγερση).

Η άνοδος της ΧΑ

Με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης το 2009, η πλασματική εικόνα της ευημερίας καταρρέει και ταυτόχρονα αρχίζει να διαφαίνεται ένα σκοτεινό τοπίο για τα μεγαλύτερα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας. Από αυτό δεν ξεφεύγουν οι περιοχές των μεγάλων πόλεων όπου εντείνεται η υποβάθμιση ολόκληρων γειτονιών που μετατρέπονται σε γκέτο. Στις περιοχές αυτές ζουν εγκλωβισμένοι μετανάστες και ντόπιοι οι οποίοι βιώνοντας μια άνευ προηγουμένου εξαθλίωση οδηγούνται πολλές φορές σε μικροπαραβατικές συμπεριφορές προκειμένου να διασφαλίσουν στοιχειωδώς την επιβίωσή τους.  Παράλληλα, στις αποκλεισμένες γειτονιές βρίσκει χώρο να στηθεί και να λειτουργεί απρόσκοπτα η μαφία κάθε εθνικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής (εμπόριο ναρκωτικών, λευκής σαρκός, μεταναστών …) με την συνδρομή φυσικά του κρατικού μηχανισμού, αφού αυτού του τύπου οι εγκληματικές δραστηριότητες αποτελούσαν πάντα ένα εξαιρετικά επικερδές παραμάγαζο του κράτους. Αυτή η συνθήκη, οδηγεί σε μια διαλυμένη κοινωνική συνοχή με έντονα προβλήματα συνύπαρξης και στη δημιουργία ενός εκρηκτικού κοινωνικού μείγματος.

Ταυτόχρονα επέρχεται η κατάρρευση του ισχυρού πελατειακού κράτους. Η ανταλλακτική συνθήκη ρουσφετιών και εξυπηρετήσεων επάνω στην οποία είχε βασιστεί η μεταπολιτευτική ελληνική δημοκρατία, αποσυντίθεται καθώς οι φορείς της επίσημης πολιτικής σκηνής αποδεικνύονται ανίκανοι να σώσουν τους ψηφοφόρους τους από την καταστροφή. Η διαφθορά κρατικών στελεχών κάθε βαθμίδας, τα οικονομικά σκάνδαλα και η αδυναμία του παραδοσιακού κομματικού μηχανισμού να υποσχεθεί την έξοδο από την κρίση, οδηγούν σε μια αποσταθεροποίηση που αναδεικνύει πως η κρίση, εκτός από οικονομική είναι πλέον ξεκάθαρα και πολιτική.

Η εμφάνιση του κινήματος των πλατειών, αποτελεί την τελευταία μέχρι στιγμής προσπάθεια μαζικής και δημόσιας συλλογικής έκφρασης, της ανάγκης για κάτι διαφορετικό, χωρίς όμως σαφές πολιτικό πλαίσιο και στόχευση, μέσα από την οποία βρίσκουν βήμα να εκφραστούν αρκετές πατριωτικές αντιλήψεις . Τη στιγμή μάλιστα που πολιτικά υποκείμενα εκδηλώνουν την αντίθεση τους με τις απόψεις και δράσεις που περιέχουν γενναιόδωρες δόσεις πατριωτισμού αυτό εξοβελίζεται από τη σφαίρα του πολιτικού του χαρακτήρα και από την πλειονότητα των “αγανακτισμένων” επιθυμείται ηρεμία και ενότητα. Εν μέσω λοιπόν ενός οικονομικού αλλά και πολιτικού αδιεξόδου, το έδαφος είναι ήδη στρωμένο για να αρχίσουν να αναζητούνται από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες οι νέοι τους προστάτες. Αυτοί που θα εκδικηθούν για τα κακά του τόπου, αυτοί που θα τιμωρήσουν τους υπεύθυνους, αυτοί που θα υποσχεθούν νέες εξυπηρετήσεις και κυρίως θα επιτρέψουν στον έλληνα μικρό και μεσοαστό να νιώσει ξανά ασφαλής. Αν μέχρι πρότινος ο ατομικισμός αποτελούσε κυρίαρχη ηθική, τώρα αρχίζει να εμφανίζεται μια συλλογικοποίηση των υποκειμένων για τη διάσωση και διασφάλιση των ατομικών τους κυριαρχικών τους δικαιωμάτων- ατομική ιδιοκτησία, εργασιακές σχέσεις κλπ- μέσα από το πρίσμα του εθνικισμού.

Τα μητροπολιτικά γκέτο αποτελούν την κύρια δεξαμενή από την οποία η Χρυσή Αυγή θα επιχειρήσει -και θα καταφέρει- να αλιεύσει τους αρχικούς της συμμάχους. Το παράδειγμα του Αγ. Παντελεήμονα είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο μιας τέτοιας κίνησης επιβολής στο κέντρο της Αθήνας. Έχοντας μαζί τους τοπικούς καταστηματάρχες, κυρίως ιδιοκτήτες κωλόμπαρων, επίδοξους διαχειριστές ακινήτων και το κατασκευαστικό κεφάλαιο, αρχίζουν να κερδίζουν χώρο, λειτουργώντας κάτω από την επωνυμία μιας υποτιθέμενης επιτροπής κατοίκων. Η δράση τους επεκτείνεται βάση αυτού του μοντέλου και σε άλλες περιοχές με πρόσχημα την εκκαθάριση των περιοχών αυτών, όχι βέβαια από τις κάθε είδους μαφίες, αλλά από τους υποτιθέμενους λαθρομετανάστες, και την αποκατάσταση της τάξης εκεί όπου το επίσημο κράτος επιλέγει να μην παρέμβει.

Οι αγαθοεργίες των ολιγάριθμων μέχρι τότε φασιστικών συμμοριών, ξεκινάνε “αθώα” με τον αποκλεισμό παιδικών χαρών, την εξυπηρέτηση ηλικιωμένων από και προς το ΑΤΜ, την εκκαθάριση διαμερισμάτων-τρωγλών όπου διαμένουν μετανάστες κλπ. Η παρουσία τους στο κίνημα των πλατειών, τους δίνει την δυνατότητα να διευρύνουν τη βάση που έχουν αρχίσει να δημιουργούν και να προωθήσουν τον φασιστικό τους λόγο.

Γρήγορα, η κοινωνική συναίνεση αλλά και η προθυμία πολλών ελληνόψυχων νέων οδηγεί σε αριθμητική αύξηση των οπαδών της ΧΑ, με αποκορύφωμα την είσοδό τους στη Βουλή και ακολουθεί μια εύλογη αναβάθμιση της επιθετικής της δράσης. Στο επίσημο πολιτικό σκηνικό, γίνονται -με τις ευλογίες τις ελληνικής δημοκρατίας- οι νταήδες της Βουλής, που βρίζουν και χτυπάνε και πέρα από το να υποκρίνονται τους πρόθυμους προσκόπους σε διάφορες γειτονιές, αρχίζουν τις καθημερινές άγριες επιθέσεις σε σπίτια και μαγαζιά μεταναστών καθώς και σε κάθε δημόσιο χώρο όπου αυτοί βρίσκονται. Οι μετανάστες, εδώ και χρόνια υποβιβασμένοι σε χρήσιμα εργαλεία και σκεύη ηδονής, ως οι πιο εξαθλιωμένοι και καταπιεσμένοι, ως οι πιο αδύναμοι να αμυνθούν, γίνονται εύκολα οι αποδιοπομπαίοι τράγοι μιας κοινωνίας που ψάχνει υπευθύνους παντού εκτός απ τον εαυτό της. Η αποχαύνωση αυτής της κοινωνίας φτάνει στο σημείο να συγχωρέσει ως “ελαφρύ” ατόπημα μια ξεκάθαρη πλέον νεοναζιστική τοποθέτηση εφόσον βλέπει την πολυπόθητη κάθαρση απ’ αυτούς που λυμαίνονται τη χώρα να πραγματώνεται καθημερινά. Έτσι πλέον, οι φασιστικές, ρατσιστικές και κάθε είδους φοβικές ιδεοληψίες, όχι μόνο δεν αποτελούν ντροπή για αυτόν που τις εκφράζει, αλλά μετατρέπονται σε στοιχείο υπερηφάνειας,  συλλογικοποίησης, ακόμα και προστασίας των εκφραστών τους.

Η διεύρυνση του κύκλου απεύθυνσης της ΧΑ, συντελείται πια με την αρωγή κάθε είδους μέσου μαζικής ενημέρωσης. Οι δράσεις των βουλευτών και οπαδών της ΧΑ, γίνονται ο νέος άρτος και θέαμα που χρειαζόταν η μιντιακή αρένα. Αφιερώματα στα μέλη της, σκιαγράφηση αστυνομικού τύπου του προφίλ του ΧΑυγίτη, τετ-α-τετ τηλεοπτικές συζητήσεις, με την απαραίτητη βέβαια υποκριτική καταδίκη τους, τους διασφαλίζουν την διαρκή αναπαραγωγή του φασιστικού λόγου τους, αλλά και μια εξαιρετική διαφήμιση απέναντι στις μάζες . Επιθέσεις σε λαϊκές αγορές, επικίνδυνοι τραυματισμοί μεταναστών, αλλά και διαφόρων άλλων που τους φαίνονται “διαφορετικοί”, ακόμα και δολοφονίες, παίρνουν πρώτη και καθημερινή θέση στα δελτία ειδήσεων, στις ενημερωτικές εκπομπές, στις φυλλάδες, στο διαδίκτυο. Η συνεχής προβολή της ακραίας ρατσιστικής βίας, την υποβιβάζει στο επίπεδο του καθημερινού, του συνηθισμένου και έτσι επιτυγχάνει την νομιμοποίησή της στη συνείδηση των τηλεθεατών ψηφοφόρων. Κάποιοι απ’ αυτούς θα γίνουν χειροκροτητές αυτών των ενεργειών και κάποιοι θα αποζητήσουν την “δημοκρατική” επιβολή της τάξης και την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. Μέσα από τη μιντιακή προπαγάνδα απ’ τη μία των πράξεων και δηλώσεων της ΧΑ και απ’ την άλλη των τυπικά καταδικαστικών απαντήσεων των επίσημων πολιτικών φορέων, οι έννοιες της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης αρχίζουν να διαστρεβλώνονται.  Έτσι για παράδειγμα, κάτω από την πίεση της ρατσιστικής δολοφονίας ενός Ιρανού μετανάστη, ψηφίζεται νόμος με τον οποίο εντείνονται οι ποινές για τη λαθρομετανάστευση και για τις ρατσιστικές επιθέσεις, εξισώνοντας την αναζήτηση των μεταναστών για αξιοπρεπή διαβίωση μέσα από αντίξοες συνθήκες, με την εγκληματική βία των φασιστικών συμμοριών που στοχεύει ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφή στην ανθρώπινη ζωή.

 

Η Εξίσωση των Δύο “Άκρων”

Οι κοινωνικοί αγώνες που παράλληλα αναδύονται από την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της κρίσης περικλείουν μια βεντάλια πολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών. Οι πιο ριζοσπαστικές από αυτές θέτουν σαφή πολιτική στόχευση ενάντια στην καθολικότητα του κέρδους και της εκμετάλλευσης της καπιταλιστικής  δομής και λειτουργίας και χρησιμοποιούν πρακτικές στην βάση της αλληλεγγύης, καταργώντας διαχωρισμούς και διακρίσεις. Μέσα στην ίδια τη βίαια φύση της καπιταλιστικής σχέσης, είναι λογικό η ενστικτώδης ανάγκη αυτοάμυνας και επιβίωσης να συγκροτεί έντονους διεκδικητικούς αγώνες, απειλητικές εστίες αντίστασης που στο πλαίσιο του μητροπολιτικού πεδίου συνθέτουν την αποκαλούμενη κοινωνική αντιβία. Ο χαρακτήρας τους αμφισβητεί το κυρίαρχο σύστημα προκαλώντας την αποσταθεροποίηση του στο σήμερα: έναν κίνδυνο από τον οποίο για να προστατευθεί το κράτος πρέπει να επανασυγκροτήσει την κυριαρχία του και να επανακτήσει το ρόλο του απόλυτου ρυθμιστή της κοινωνικής σφαίρας και του πολιτικού παρασκηνίου.

Για να το κάνει αυτό το κράτος απογυμνώνει τους κοινωνικούς αγώνες από το πολιτικό τους περιεχόμενο, παρουσιάζει την πολιτική τους δράση ως φετιχισμό της βίας και εξισώνει την παρουσία τους με την εγκληματική βία της ΧΑ που περιλαμβάνει από ρατσιστικά πογκρόμ μέχρι και δολοφονίες. Ταυτόχρονα, με αυτή τη διαδικασία “εξίσωσης” των δύο άκρων, καταλογίζοντας την δυσλειτουργία και την κακοδιαχείριση του παρελθόντος στην έλλειψη νομικής συμμόρφωσης και στην απειθαρχία, καταφέρνει να  απενοχοποιήσει τον ίδιο του το ρόλο και να δικαιολογήσει την αναβάθμιση του νομικού του οπλοστασίου. Φυσικά περισσότερη νομιμότητα σημαίνει και περισσότερο καταστολή για την εφαρμογή της, πράγμα που σημαίνει ότι η ένταση της επιβολής του κράτους αγγίζει νέα επίπεδα βίας με μοναδικό στόχο τη δημιουργία κλίματος φόβου στους καταπιεσμένους, αλλά και την ποινικοποίηση των κοινωνικών αγώνων που διεξάγονται ταυτόχρονα. Ο φόβος που επιχειρείται να καλλιεργηθεί όχι μόνο λειτουργεί ως μια διαδικασία σοκ που αδρανοποιεί τα μαχητικά κοινωνικά αντανακλαστικά αλλά θέτει τη βάση για περισσότερο έλεγχο των κοινωνικών διεργασιών, περισσότερη αστυνόμευση καθώς και αποκλεισμό των πιο ριζοσπαστικών στοιχείων που πλέον παρουσιάζονται ως τρομοκρατικά και εγκληματικά.

Η εξίσωση των δυο “άκρων” φυσικά συμβαίνει μόνο στο θεωρητικό επίπεδο της προπαγάνδας μιας και η καταστολή αφορά μόνον τους κοινωνικούς αγώνες ενώ το κράτος καλύπτει και συμμετέχει (είτε με τους επίσημους μηχανισμούς του είτε με τους παρακρατικούς) στην δράση των φασιστικών συμμοριών.

Το Κράτος και η  Κοινωνική Συμμαχία της Αντιεξέγερσης

Μέχρι στιγμής έγινε  μια αναφορά σχετικά με τις συνθήκες κάτω από της οποίες οι φασιστικές και  συντηρητικές θέσεις απόκτησαν υποστηρικτές και κέρδισαν ζωτικό χώρο. Το επίσημο κράτος, μέσα από μια σχέση αλληλοϋποστήριξης, ενώ καρπώνεται το όφελος της δράσης των φασιστικών συμμοριών ταυτόχρονα βλέπει ένα μεγάλο κομμάτι των εν δυνάμει αντιπάλων του να επιζητούν  ακόμα περισσότερη αυταρχικότητα, καθώς βλέπουν τα εξατομικευμένα συμφέροντα τους να καταρρέουν. Εκφράζοντας (προφανώς) αυτή την “απαίτηση” όχι με όρους συλλογικοποίησης ή κοινότητας, αλλά με όρους πλήθους και συναίνεσης, αυτό το κομμάτι της κοινωνίας όχι μόνο δεν αναγνωρίζει τα προβλήματά  της στην ίδια την εκμεταλλευτική σχέση και τις ανισότητες που προϋποθέτει, αλλά αντίθετα καταλήγει να ενοποιείται πάνω σε θεσμούς και ταυτότητες που αποτέλεσαν τη βάση ενός μηχανισμού διαίρεσης και κυριαρχίας, ο οποίος τώρα τους επιτίθεται απροκάλυπτα. Αυτή η άτυπη κοινωνική συμμαχία, συγκροτούμενη γύρω από την κοινή εθνική ταυτότητα, την υπεράσπιση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, το αίτημα για νομιμότητα, τάξη και ασφάλεια, όχι  μόνο δεν μπορεί να γίνει φορέας ανατροπής, αλλά αντίθετα γίνεται η βάση από την οποία το κράτος θα αντλήσει την νομιμοποίηση για την ένταση της καταστολής όσων αντιστέκονται. Ιδιαίτερα, με την κοινωνικοποίηση του χρέους, η παραπάνω ανασφάλεια, φτάνει σε σημείο να μετατρέπεται σε ενοχικό σύνδρομο και να εκδηλώνεται επιθετικά μεταξύ των υποκειμένων, ανάγοντας την αξιοπρεπή διαβίωση σε ποσοτικο-αξιολογήσιμο μέγεθος που άλλοι το δικαιούνται και άλλοι όχι.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το κράτος αναλαμβάνει ένα παρεμβατικό ρόλο, σε ιδεολογικό επίπεδο με την προπαγάνδα και σε πρακτικό επίπεδο με την επιβολή (καταστολή, νόμοι κλπ). Από την στιγμή που η οικονομική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού μπήκε σε ηγεμονική θέση μέσα στην κρίση και η ελεύθερη αγορά επικρατεί, για το κράτος απομένει ο ρόλος του εγγυητή της σταθερότητας. Αυτός ο παρεμβατισμός αποσκοπεί στο να προκαλεί αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, που ενώ κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι ομάδες με κοινά ή παρόμοια συμφέροντα, τελικά έρχονται σε σύγκρουση. Εξάλλου, η ίδια η φύση του φασισμού, έννοια παράγωγη του καπιταλισμού, είναι αυτή που προκαλεί εσωτερικές συγκρούσεις στις τάξεις των καταπιεσμένων, αποκρύπτοντας την όξυνση των διαταξικών αντιθέσεων. Ο νόμος για την ιθαγένεια (2010) είναι ένα παράδειγμα νομοθετήματος που δείχνει την πρόθεση του κράτους να προβάλει μια ανθρωπιστική πολιτική και να υποδαυλίσει φαινομενικά τις ρατσιστικές αντιλήψεις, ενώ την ίδια στιγμή υποθάλπτει τον φασισμό, σαν μέρος της αποκατάστασης της παραγωγικότητας, αποποιούμενο τη βάρβαρη φύση του καπιταλισμού (ο οποίος πάντα θα παραμένει αντιπαραγωγικός). Παράλληλα, επιχειρείται μια προσπάθεια εξορθολογισμού της μεταναστευτικής πολιτικής που να ανταποκρίνεται στις νέες κυριαρχικές ανάγκες, με την έννοια της διαχείρισης  του πλεονασματικού φθηνού εργατικού δυναμικού μέσω του διαχωρισμού του σε νόμιμους και παράνομους. Επιπλέον επιχειρείται ανοιχτά η επαναδιατύπωση της σχέσης των μεταναστών με τους ντόπιους προλετάριους (μη-προνομιούχοι) στο πεδίο της ταξικής επικυριαρχίας, προκαλώντας όξυνση των ανισοτήτων και διάσπαση της ταξικής-κοινωνικής αλληλεγγύης. Βλέπουμε δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο μετατοπίζεται το κοινωνικό ενδιαφέρον των καταπιεσμένων, προσφέροντας σε κάποιους την προοπτική ενσωμάτωσης στον καπιταλιστικό-παραγωγικό σχηματισμό και την κοινωνική αποκατάσταση, με αντάλλαγμα τον αποκλεισμό κάποιων άλλων μέχρι και την εξόντωση τους.

Η συνολική συνθήκη που βιώνουμε, όπως αυτή αντανακλάται στο σύνολο της καθημερινότητάς μας, είναι μία στρατηγική υποτίμησης. Ο καπιταλισμός σαν σύστημα σχέσεων αδυνατεί να αναπαραχθεί στην προηγούμενη μορφή του, ως αποτέλεσμα των αντιφάσεων που τον συνοδεύουν και της δυναμικής των κινημάτων που του αντιστέκονται. Τα “αντιπαραγωγικά” κατάλοιπα της προηγούμενης περιόδου πρέπει να στοχοποιηθούν ως υπαίτια  πριν καταστραφούν, σε μια επιχείρηση διαστρέβλωσης που παρουσιάζει την κρίση σαν εθνικό-ηθικό ξεπεσμό και το ξεπέρασμα της σαν μια στιγμή μετάνοιας και εθνικής συμφιλίωσης. Η ρητορική περί δημοσίου χρέους, περί διαφθοράς και αναποτελεσματικού συστήματος πρόνοιας, η ενοχοποίηση των μεταναστών, οι κορώνες περί προδοσίας και οι υποσχέσεις για εθνική ανάταση, δεν είναι παρά στα πλαίσια αυτής της διαστρέβλωσης. Η πειθάρχηση των υποκειμένων μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένου φόβου και ελέγχου, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αξιοποίησης τους από το κεφάλαιο και της ενσωμάτωσής τους στις αναβαθμισμένες σχέσεις εκμετάλλευσης.

Το “δημοκρατικό” κράτος, σαν εγγυητής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, οφείλει να είναι αποφασιστικό και αδιάλλακτο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα “αυθεντικό” φασιστικό καθεστώς, στον τρόπο με τον οποίο θα διαιρεί, θα καταστέλλει, θα στρατιωτικοποιεί το αστικό τοπίο και τις συνθήκες εργασίας. Αντίθετα έχει πολλά να αντιγράψει. Η κοινωνική συμμαχία της αντιεξέγερσης, μπορεί να μην είναι αυτή που θα καθορίσει την έκβαση της γενικευμένης ταξικής και κοινωνικής σύγκρουσης στο παρόν και στο κοντινό μέλλον της κρίσης, αλλά θα είναι πάντα το “άλλοθι” του κράτους και των φασιστών σε κάθε βρωμοδουλειά τους.

 

Στην εθνική ενότητα θα είμαστε προδότες

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μια προσπάθεια κατανόησης και εξαγωγής συμπερασμάτων πάνω στο ζήτημα της συνεχόμενης ανόδου του φασισμού και του εθνικισμού στην ελληνική κοινωνία μέσα στις συνθήκες της -οικονομικής- κρίσης. Παράλληλα ,θέλει να εξετάσει το λόγο της ανα-συγκρότησης της κοινωνικής συμμαχίας της αντιεξέγερσης και να αναλύσει τους δεσμούς που αναπτύσσονται μέσα σε αυτήν και την εδαφικοποίηση του φασισμού και του ρατσισμού, προκειμένου να βρεθούν τα απαραίτητα εργαλεία για τη διάρρηξη αυτής της συμμαχίας.

Και ο εθνικισμός είναι αυτός ο συνδετικός κρίκος. Εδώ να διευκρινήσουμε ότι δεν θεωρούμε τον εθνικισμό προνόμιο των άκρων, αλλά δομικό στοιχείο της οργάνωσης της κοινωνίας, που θέτει το υποκείμενο σαν συνέχεια κοινωνικής και ιστορικής  εξέλιξης, και το έθνος στο επίκεντρο. Και έτσι λειτουργεί μέσα στην κοινωνική συμμαχία της αντιεξέγερσης. Ο εθνικισμός είναι αυτός που τείνει να ομογενοποιεί την κοινωνία, παραβλέποντας τις διαφορές και συννενώντας τις αντιθέσεις (τάξη, φύλο, κοινωνικό ρόλο), θέτωντας την εθνική ταυτότητα πάνω από όλα. Πόσο μάλλον μέσα στην οικονομική κρίση όπου οι εθνικές κορώνες για προδότες και ξεπούλημα της εθνικής κυριαρχίας αυξάνονται και η κοινωνική συνοχή διασπάται, το πρόταγμα για εθνική συννενόηση και ομοψυχία κερδίζει περισσότερο έδαφος.

Εδώ , χρειάζεται να εστιάσουμε ιδιαίτερα την προσοχή μας στην άνοδο της ΧΑ, καθώς αν μέχρι τώρα η επιθετική δράση των αντιφασιστών απέναντι της είχε μια περιορισμένη ομάδα νεοναζιστών, τώρα έρχεται να αντιμετωπίσει την απροκάλυπτη συνεργασία τους με την αστυνομία, που παίρνει σαφή θέση στο δρόμο και παραδέχεται την ιδεολογική προσκόλληση της σε αυτήν. Επομένως, πρέπει να επαναξετάσουμε το ζήτημα της παρουσίας μας στο δρόμο και σε ιδεολογικό επίπεδο την αποδόμηση του δήθεν αντισυστημικού ρόλου της.

Επίσης θέλουμε να θέσουμε το ζήτημα της δημιουργίας των αντιφασιστικών δομών και πώς αυτές θα αποκτήσουν κοινωνική δυεισδητικότητα, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν κάτι περισσότερο από κάποιους δηλωμένους νεοναζί. Εδώ χρειάζεται όμως να ανοίξουμε την συζήτηση γύρω από το θέμα τις επιλογής των συμμάχων μας. Και αυτό θα γίνει μέσα από την αναζήτηση των μέχρι τώρα εμπειριών μας. Γιατί σε περιοχές όπου υπήρξαν κοινωνικοί αγώνες ο ακροδεξιός πόλος εμφανίζεται ενισχυμένος;  Γιατί οι πλατείες κατέληξαν να αποτέλεσουν, ως ένα βαθμό, πόλο συσπείρωσης γύρω από εθνικούς σωτήρες, είτε της αριστεράς είτε της δεξιάς, τελικά πόσος πατριωτισμός χωράει; Η απάντηση αυτών των ερωτημάτων είναι που θα θέσει την βάση για ένα διευρημένο αντιφασιστικό μέτωπο, το οποίο όχι μόνο θα σταθεί απέναντι στην ΧΑ και στους υποστηρικτές της ,λειτουργώντας σαν ασπίδα προστασίας των μεταναστών και της ελεύθερης έκφρασης των μειονοτικών δικαιωμάτων τους, αλλά θα αναζητήσει να αναπτύξει σχέσεις ισότητας, ταξικής-κοινωνικής αλληλεγγύης, ξεπερνώντας τα προβλήματα που εμφανίζονται σε παρόμοια εγχειρήματα.

Εν κατακλείδι, για εμάς το έθνος και η πολιτική του έκφραση, ο εθνικισμός, είναι ένα παραμύθι στο οποίο πρέπει να επιτεθούμε για την ατομική και κοινωνική απελεύθερωση από τις αλυσίδες μας. Ακόμα και στις ηπίοτερες μορφές του, όπως ο «καλός» πατριωτισμός, που φαινομενικά μπορεί να μην υποστήριζει κάποια κυριαρχική τάση απέναντι στο διαφορετικό, αλλά καταλήγει να ενισχύει την πατριδολαγνεία και την εθνική υπερηφάνεια. Ο αντιφασιστικός αγώνας τελικά είναι η αντιπαράθεση, και σε επίπεδο λόγου και σε επίπεδο πράξης, με τέτοια ιδεώδη, από την πιο αθώα πατριωτική έκφραση μέχρι τη νεοναζιστική.

                                                                                                                                                      

                                                                                                                                                         Στέκι στη Μόδη 01/11/2012

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *